Ένας πλούσιος νέος ζητεί την αιώνιο ζωή

(Ματθ. 19, 16-26)

Τον καιρό εκείνο, ἐπλησίασε τον Ιησοῦ ένας νέος καί τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ καλὸ πρέπει νὰ κάνω διὰ νὰ ἔχω αἰώνιον ζωήν;» Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Γιατὶ μὲ λὲς ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν θέλῃς νὰ μπῇς εἰς τὴν ζωήν, φύλαγε τὰς ἐντολάς». Λέγει εἰς αὐτόν, «Ποιές;» Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπήντησε, «Τὸ Να μὴν φονεύσῃς, Νὰ μὴν μοιχεύσῃς, Νὰ μὴν κλέψῃς, Νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσῃς, Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου».
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ νέος, «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Εἰς τὶ ἀκόμη ὑστερῶ;» Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλα ἀκολούθει με».
Ὅταν ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος διότι εἶχε πολλὰ κτήματα. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε εἰς τοὺς μαθητάς του, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δύσκολα πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὄταν τὸ ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἐδοκίμασαν μεγάλην ἔκλπηξιν καὶ ἔλεγαν, «Ποιὸς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ;» Ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τοὺς ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον, τοὺς εἶπε, «Εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι δυνατά».